εξόδων

Νέα ελληνικά (el)

Κλιτικός τύπος ουσιαστικού

εξόδων θηλυκό

  1. γενική πληθυντικού του έξοδος

Κλιτικός τύπος ουσιαστικού

εξόδων ουδέτερο

  1. γενική πληθυντικού του έξοδο
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.