output
Αγγλικά (en)
Ουσιαστικό
output (en)
- (πληροφορική) η έξοδος (το αποτέλεσμα μιας υπολογιστικής διαδικασίας)
- (πληροφορική) η έξοδος (τα δεδομένα που στέλνει ένας υπολογιστής σε μια συσκευή εξόδου, όπως η οθόνη ή ο εκτυπωτής, βλ. standard output)
Πολυλεκτικοί όροι
-
output στην αγγλική Βικιπαίδεια

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.