output

Αγγλικά (en)

Ουσιαστικό

output (en)

  1. (πληροφορική) η έξοδος (το αποτέλεσμα μιας υπολογιστικής διαδικασίας)
  2. (πληροφορική) η έξοδος (τα δεδομένα που στέλνει ένας υπολογιστής σε μια συσκευή εξόδου, όπως η οθόνη ή ο εκτυπωτής, βλ. standard output)

Πολυλεκτικοί όροι

  • output στην αγγλική Βικιπαίδεια Λήμμα στην αγγλική Βικιπαίδεια
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.