εξέρχομαι
Νέα ελληνικά
(el)
Ετυμολογία
εξέρχομαι
<
αρχαία ελληνική
ἐξέρχομαι
Ρήμα
εξέρχομαι
(
αποθετικό ρήμα
)
βγαίνω
έξω
(από κάπου)
Αντώνυμα
εισέρχομαι
μπαίνω
Μεταφράσεις
εξέρχομαι
αγγλικά
:
go out
(en)
γαλλικά
:
sortir
(fr)
This article is issued from
Wiktionary
. The text is licensed under
Creative Commons - Attribution - Sharealike
. Additional terms may apply for the media files.