ελκωματικός

Νέα ελληνικά (el)

 πτώσεις       ενικός      
γένη  αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική ο ελκωματικός η ελκωματική το ελκωματικό
      γενική του ελκωματικού της ελκωματικής του ελκωματικού
    αιτιατική τον ελκωματικό την ελκωματική το ελκωματικό
     κλητική ελκωματικέ ελκωματική ελκωματικό
 πτώσεις   πληθυντικός  
γένη  αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική οι ελκωματικοί οι ελκωματικές τα ελκωματικά
      γενική των ελκωματικών των ελκωματικών των ελκωματικών
    αιτιατική τους ελκωματικούς τις ελκωματικές τα ελκωματικά
     κλητική ελκωματικοί ελκωματικές ελκωματικά
Κατηγορία όπως «καλός» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές

Ετυμολογία

ελκωματικός < ελληνιστική κοινή ἑλκωματικός < ἕλκωμα < αρχαία ελληνική ἕλκος

Επίθετο

ελκωματικός

  • (ιατρική) που έχει σχέση με ελκώματα, αναφέρεται σ’ αυτά ή τα προκαλεί

Συγγενικά

Μεταφράσεις

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.