έλκωμα

Νέα ελληνικά (el)

 πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική το έλκωμα τα ελκώματα
      γενική του ελκώματος των ελκωμάτων
    αιτιατική το έλκωμα τα ελκώματα
     κλητική έλκωμα ελκώματα
Κατηγορία όπως «όνομα» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία

έλκωμα < ελληνιστική κοινή ἕλκωμα < αρχαία ελληνική ἕλκος

Ουσιαστικό

έλκωμα ουδέτερο

Συγγενικά

Μεταφράσεις

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.