εξέλκωση
Νέα ελληνικά (el)
| ↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
|---|---|---|---|---|
| ονομαστική | η | εξέλκωση | οι | εξελκώσεις |
| γενική | της | εξέλκωσης* | των | εξελκώσεων |
| αιτιατική | την | εξέλκωση | τις | εξελκώσεις |
| κλητική | εξέλκωση | εξελκώσεις | ||
| * παλιότερος λόγιος τύπος, εξελκώσεως | ||||
| Κατηγορία όπως «δύναμη» - Παράρτημα:Ουσιαστικά | ||||
Ετυμολογία
- εξέλκωση < (διαχρονικό δάνειο) ελληνιστική κοινή ἐξέλκω(σις) + -ση < αρχαία ελληνική ἐξέλκω
Ουσιαστικό
εξέλκωση θηλυκό
Συγγενικά
- → δείτε τη λέξη έλκος
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.