εξέλκωση

Νέα ελληνικά (el)

 πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική η εξέλκωση οι εξελκώσεις
      γενική της εξέλκωσης* των εξελκώσεων
    αιτιατική την εξέλκωση τις εξελκώσεις
     κλητική εξέλκωση εξελκώσεις
* παλιότερος λόγιος τύπος, εξελκώσεως
Κατηγορία όπως «δύναμη» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία

εξέλκωση < (διαχρονικό δάνειο) ελληνιστική κοινή ἐξέλκω(σις) + -ση < αρχαία ελληνική ἐξέλκω

Ουσιαστικό

εξέλκωση θηλυκό

  1. (ιατρική) η δημιουργία έλκους
    άλλες μορφές: έλκωση
  2. (ιατρική) δερματική πληγή μετά από σπάσιμο φουσκάλας

Συγγενικά

Μεταφράσεις

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.