εκλύσεις

Νέα ελληνικά (el)

Ρηματικός τύπος

εκλύσεις

  1. (να, ας, αν, ίσως κλπ) β' ενικό υποτακτικής αορίστου του ρήματος εκλύω
  2. θα εκλύσεις: β' ενικό οριστικής στιγμιαίου μέλλοντα του ρήματος εκλύω

Κλιτικός τύπος ουσιαστικού

εκλύσεις θηλυκό

  1. ονομαστική, αιτιατική και κλητική πληθυντικού του έκλυση
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.