φωτεινότητα
Νέα ελληνικά (el)
| ↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
|---|---|---|---|---|
| ονομαστική | η | φωτεινότητα | οι | φωτεινότητες |
| γενική | της | φωτεινότητας | των | φωτεινοτήτων |
| αιτιατική | τη | φωτεινότητα | τις | φωτεινότητες |
| κλητική | φωτεινότητα | φωτεινότητες | ||
| Συνήθως στον ενικό | ||||
| Κατηγορία όπως «σάλπιγγα» - Παράρτημα:Ουσιαστικά | ||||
Ετυμολογία
- φωτεινότητα < (καθαρεύουσα) φωτεινότης, φωτειν(ός) + -ότητα [1]
Ουσιαστικό
φωτεινότητα θηλυκό
- η λαμπρότητα, το μέγεθος που δείχνει πόσο λαμπερό είναι κάτι, πόσο φως και πόσο έντονα το ακτινοβολεί, πόσο φωτεινό είναι
- (αστρονομία) ο ρυθμός της ενέργειας που εκλύεται σε μορφή ακτινοβολίας από έναν αστέρα προς όλες τις κατευθύνσεις
- (οπτική) φωτομετρικό μέγεθος
Συνώνυμα
Μεταφράσεις
φωτεινότητα
|
Αναφορές
- φωτεινότητα - Λεξικό της Κοινής Νεοελληνικής (1998) του Ιδρύματος Μανόλη Τριανταφυλλίδη (συντομογραφίες-σύμβολα). Η Πύλη για την ελληνική γλώσσα, Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας
- Απόστολος Παπαποστόλου, Το χρώμα, σελ. 26, από Τμήμα Γραφιστικής και Οπτικής επικοινωνίας του Πανεπιστημίου Δυτικής Αττικής. Προσπέλαση 2020-07-05.
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.