εκλειπτικός
Νέα ελληνικά (el)
| ↓ πτώσεις | ενικός | |||||
|---|---|---|---|---|---|---|
| γένη → | αρσενικό | θηλυκό | ουδέτερο | |||
| ονομαστική | ο | εκλειπτικός | η | εκλειπτική | το | εκλειπτικό |
| γενική | του | εκλειπτικού | της | εκλειπτικής | του | εκλειπτικού |
| αιτιατική | τον | εκλειπτικό | την | εκλειπτική | το | εκλειπτικό |
| κλητική | εκλειπτικέ | εκλειπτική | εκλειπτικό | |||
| ↓ πτώσεις | πληθυντικός | |||||
| γένη → | αρσενικό | θηλυκό | ουδέτερο | |||
| ονομαστική | οι | εκλειπτικοί | οι | εκλειπτικές | τα | εκλειπτικά |
| γενική | των | εκλειπτικών | των | εκλειπτικών | των | εκλειπτικών |
| αιτιατική | τους | εκλειπτικούς | τις | εκλειπτικές | τα | εκλειπτικά |
| κλητική | εκλειπτικοί | εκλειπτικές | εκλειπτικά | |||
| Κατηγορία όπως «καλός» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές | ||||||
Ετυμολογία
- εκλειπτικός < (ελληνιστική κοινή) ἐκλειπτικός
Επίθετο
εκλειπτικός, -ή, -ό
- (αστρονομία) που έχει σχέση με την έκλειψη ή αναφέρεται σ’ αυτή
- (αστρονομία) που έχει σχέση με την εκλειπτική ή αναφέρεται σ’ αυτή
- (ουσιαστικοποιημένο) εκλειπτική: (αστρονομία) η νοητή γραμμή που διαγράφει ο ήλιος στον ουρανό, καθώς αλλάζει θέση κατά τη διάρκεια ενός έτους
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.