εκλειπτικός

Νέα ελληνικά (el)

 πτώσεις       ενικός      
γένη  αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική ο εκλειπτικός η εκλειπτική το εκλειπτικό
      γενική του εκλειπτικού της εκλειπτικής του εκλειπτικού
    αιτιατική τον εκλειπτικό την εκλειπτική το εκλειπτικό
     κλητική εκλειπτικέ εκλειπτική εκλειπτικό
 πτώσεις   πληθυντικός  
γένη  αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική οι εκλειπτικοί οι εκλειπτικές τα εκλειπτικά
      γενική των εκλειπτικών των εκλειπτικών των εκλειπτικών
    αιτιατική τους εκλειπτικούς τις εκλειπτικές τα εκλειπτικά
     κλητική εκλειπτικοί εκλειπτικές εκλειπτικά
Κατηγορία όπως «καλός» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές

Ετυμολογία

εκλειπτικός < (ελληνιστική κοινή) ἐκλειπτικός

Επίθετο

εκλειπτικός, -ή, -ό

  1. (αστρονομία) που έχει σχέση με την έκλειψη ή αναφέρεται σ’ αυτή
  2. (αστρονομία) που έχει σχέση με την εκλειπτική ή αναφέρεται σ’ αυτή
  3. (ουσιαστικοποιημένο) εκλειπτική: (αστρονομία) η νοητή γραμμή που διαγράφει ο ήλιος στον ουρανό, καθώς αλλάζει θέση κατά τη διάρκεια ενός έτους

Συγγενικά

Μεταφράσεις

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.