ασημείωτος
Νέα ελληνικά (el)
| ↓ πτώσεις | ενικός | |||||
|---|---|---|---|---|---|---|
| γένη → | αρσενικό | θηλυκό | ουδέτερο | |||
| ονομαστική | ο | ασημείωτος | η | ασημείωτη | το | ασημείωτο |
| γενική | του | ασημείωτου | της | ασημείωτης | του | ασημείωτου |
| αιτιατική | τον | ασημείωτο | την | ασημείωτη | το | ασημείωτο |
| κλητική | ασημείωτε | ασημείωτη | ασημείωτο | |||
| ↓ πτώσεις | πληθυντικός | |||||
| γένη → | αρσενικό | θηλυκό | ουδέτερο | |||
| ονομαστική | οι | ασημείωτοι | οι | ασημείωτες | τα | ασημείωτα |
| γενική | των | ασημείωτων | των | ασημείωτων | των | ασημείωτων |
| αιτιατική | τους | ασημείωτους | τις | ασημείωτες | τα | ασημείωτα |
| κλητική | ασημείωτοι | ασημείωτες | ασημείωτα | |||
| Κατηγορία όπως «όμορφος» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές | ||||||
Ετυμολογία
- ασημείωτος < → λείπει η ετυμολογία
Επίθετο
ασημείωτος, -η, -ο
- ασημάδευτος, που δεν έχει σημειωθεί με διακριτό σημάδι
- που δεν έχει καταχωρισθεί
- απαρατήρητος, που δεν έχει ληφθεί υπόψιν
- προσοχή! Δεν πρέπει να μείνει ασημείωτο το παρακάτω φαινόμενο
Μεταφράσεις
ασημείωτος
|
|
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.