ασημείωτος

Νέα ελληνικά (el)

 πτώσεις       ενικός      
γένη  αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική ο ασημείωτος η ασημείωτη το ασημείωτο
      γενική του ασημείωτου της ασημείωτης του ασημείωτου
    αιτιατική τον ασημείωτο την ασημείωτη το ασημείωτο
     κλητική ασημείωτε ασημείωτη ασημείωτο
 πτώσεις   πληθυντικός  
γένη  αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική οι ασημείωτοι οι ασημείωτες τα ασημείωτα
      γενική των ασημείωτων των ασημείωτων των ασημείωτων
    αιτιατική τους ασημείωτους τις ασημείωτες τα ασημείωτα
     κλητική ασημείωτοι ασημείωτες ασημείωτα
Κατηγορία όπως «όμορφος» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές

Ετυμολογία

ασημείωτος < λείπει η ετυμολογία

Επίθετο

ασημείωτος, -η, -ο

  1. ασημάδευτος, που δεν έχει σημειωθεί με διακριτό σημάδι
  2. που δεν έχει καταχωρισθεί
  3. απαρατήρητος, που δεν έχει ληφθεί υπόψιν
    προσοχή! Δεν πρέπει να μείνει ασημείωτο το παρακάτω φαινόμενο

Μεταφράσεις

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.