ανέγνωρος

Νέα ελληνικά (el)

 πτώσεις       ενικός      
γένη  αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική ο ανέγνωρος η ανέγνωρη το ανέγνωρο
      γενική του ανέγνωρου της ανέγνωρης του ανέγνωρου
    αιτιατική τον ανέγνωρο την ανέγνωρη το ανέγνωρο
     κλητική ανέγνωρε ανέγνωρη ανέγνωρο
 πτώσεις   πληθυντικός  
γένη  αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική οι ανέγνωροι οι ανέγνωρες τα ανέγνωρα
      γενική των ανέγνωρων των ανέγνωρων των ανέγνωρων
    αιτιατική τους ανέγνωρους τις ανέγνωρες τα ανέγνωρα
     κλητική ανέγνωροι ανέγνωρες ανέγνωρα
Κατηγορία όπως «όμορφος» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές

Ετυμολογία

ανέγνωρος < (κληρονομημένο) μεσαιωνική ελληνική ἀνέγνωρος < ἀνέ- στερητικό + ἄγνωρος [1]

Επίθετο

ανέγνωρος

  1. ο άγνωστος, μη γνώριμος, που δεν τον αναγνωρίζει κάποιος ως οικεία φυσιογνωμία
  2. ο άσημος, η μη αναγνωρίσιμη φυσιογνωμία
  3. αγνώριστος, που άλλαξε πολύ και δεν τον αναγνωρίζεις εξαιτίας της αλλαγής

Συγγενικά

  • ανεγνωριμιά
  • ανεγνώριμος
  • ανεγνώριστος

 και δείτε τη λέξη γνωρίζω

Μεταφράσεις

Αναφορές

  1. ανέγνωρος -  Επιτομή του Λεξικού Κριαρά της Μεσαιωνικής Ελληνικής Δημώδους Γραμματείας (1100-1669). Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας, [μονοτονικό σύστημα].

Πηγές

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.