ασημότητα
Νέα ελληνικά (el)
| ↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
|---|---|---|---|---|
| ονομαστική | η | ασημότητα | οι | ασημότητες |
| γενική | της | ασημότητας | των | ασημοτήτων |
| αιτιατική | την | ασημότητα | τις | ασημότητες |
| κλητική | ασημότητα | ασημότητες | ||
| Κατηγορία όπως «σάλπιγγα» - Παράρτημα:Ουσιαστικά | ||||
Ετυμολογία
- ασημότητα < άσημος
Μεταφράσεις
ασημότητα
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.