μοσχοβολιά

Νέα ελληνικά (el)

 πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική η μοσχοβολιά οι μοσχοβολιές
      γενική της μοσχοβολιάς των μοσχοβολιών
    αιτιατική τη μοσχοβολιά τις μοσχοβολιές
     κλητική μοσχοβολιά μοσχοβολιές
Οι καταλήξεις προφέρονται με συνίζηση.
Κατηγορία όπως «καρδιά» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία

μοσχοβολιά < μοσχοβολώ + -ιά

Προφορά

ΔΦΑ : /mo.sxo.voˈʎa/
τυπογραφικός συλλαβισμός: μοσχοβολιά

Ουσιαστικό

μοσχοβολιά θηλυκό

Μεταφράσεις

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.