αρωματοπώλης

Νέα ελληνικά (el)

 πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική ο αρωματοπώλης οι αρωματοπώλες
      γενική του αρωματοπώλη των αρωματοπωλών
    αιτιατική τον αρωματοπώλη τους αρωματοπώλες
     κλητική αρωματοπώλη αρωματοπώλες
Ο λαϊκότροπος πληθυντικός σε -ηδες δεν συνηθίζεται.
Κατηγορία όπως «ναύτης» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία

αρωματοπώλης < ελληνιστική κοινή ἀρωματοπώλης. Συγχρονικά αναλύεται σε (άρωμα) αρώματ(ος) + -ο- + -πώλης

Ουσιαστικό

αρωματοπώλης αρσενικό (θηλυκό αρωματοπώλισσα)

  • (επάγγελμα) αυτός που έχει ως επάγγελμα να πουλάει αρώματα
    εργάζομαι ως αρωματοπώλης, όμως δεν έχω καμία σχέση με την παραγωγή τους

Μεταφράσεις

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.