αρωματοπωλείο

Νέα ελληνικά (el)

 πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική το αρωματοπωλείο τα αρωματοπωλεία
      γενική του αρωματοπωλείου των αρωματοπωλείων
    αιτιατική το αρωματοπωλείο τα αρωματοπωλεία
     κλητική αρωματοπωλείο αρωματοπωλεία
Κατηγορία όπως «πεύκο» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία

αρωματοπωλείο < άρωμα + -πωλείο (<πωλώ)

Προφορά

ΔΦΑ : /a.ɾo.ma.to.poˈli.o/

Ουσιαστικό

αρωματοπωλείο ουδέτερο

Μεταφράσεις

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.