κολόνια
Νέα ελληνικά (el)
| ↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
|---|---|---|---|---|
| ονομαστική | η | κολόνια | οι | κολόνιες |
| γενική | της | κολόνιας | — | |
| αιτιατική | την | κολόνια | τις | κολόνιες |
| κλητική | κολόνια | κολόνιες | ||
| Προφέρεται με συνίζηση στην κατάληξη ως παροξύτονο. Η γενική πληθυντικού σε -ών δε συνηθίζεται. | ||||
| Κατηγορία όπως «πείνα» - Παράρτημα:Ουσιαστικά | ||||
Ετυμολογία
Προφορά
- ΔΦΑ : /koˈlo.ɲa/
Ουσιαστικό
κολόνια θηλυκό
- διάλυμα αρώματος σε υγρό, συνήθως σε οινόπνευμα, που χρησιμοποιείται στο σώμα
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.