κολόνια

Νέα ελληνικά (el)

 πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική η κολόνια οι κολόνιες
      γενική της κολόνιας
    αιτιατική την κολόνια τις κολόνιες
     κλητική κολόνια κολόνιες
Προφέρεται με συνίζηση στην κατάληξη ως παροξύτονο.
Η γενική πληθυντικού σε -ών δε συνηθίζεται.
Κατηγορία όπως «πείνα» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία

κολόνια < (άμεσο δάνειο) ιταλική colonia < γαλλική eau de Cologne (νερό από την Κολωνία) < Cologne < λατινική Colonia (Agrippina) < colonia (αποικία) < colonus < colo *quelō < πρωτοϊνδοευρωπαϊκή *kʷel- (κινώ, τριγυρίζω)

Προφορά

ΔΦΑ : /koˈlo.ɲa/

Ουσιαστικό

κολόνια θηλυκό

Μεταφράσεις

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.