ἄρτιος
Αρχαία ελληνικά (grc)
| γένη → | αρσενικό | θηλυκό | ουδέτερο | |||
| ↓ πτώσεις | ενικός | |||||
|---|---|---|---|---|---|---|
| ονομαστική | ὁ | ἄρτιος | ἡ | ἀρτίᾱ | τὸ | ἄρτιον |
| γενική | τοῦ | ἀρτίου | τῆς | ἀρτίᾱς | τοῦ | ἀρτίου |
| δοτική | τῷ | ἀρτίῳ | τῇ | ἀρτίᾳ | τῷ | ἀρτίῳ |
| αιτιατική | τὸν | ἄρτιον | τὴν | ἀρτίᾱν | τὸ | ἄρτιον |
| κλητική ὦ! | ἄρτιε | ἀρτίᾱ | ἄρτιον | |||
| ↓ πτώσεις | πληθυντικός | |||||
| ονομαστική | οἱ | ἄρτιοι | αἱ | ἄρτιαι | τὰ | ἄρτιᾰ |
| γενική | τῶν | ἀρτίων | τῶν | ἀρτίων | τῶν | ἀρτίων |
| δοτική | τοῖς | ἀρτίοις | ταῖς | ἀρτίαις | τοῖς | ἀρτίοις |
| αιτιατική | τοὺς | ἀρτίους | τὰς | ἀρτίᾱς | τὰ | ἄρτιᾰ |
| κλητική ὦ! | ἄρτιοι | ἄρτιαι | ἄρτιᾰ | |||
| δυϊκός | ||||||
| ονομ-αιτ-κλ | τὼ | ἀρτίω | τὼ | ἀρτίᾱ | τὼ | ἀρτίω |
| γεν-δοτ | τοῖν | ἀρτίοιν | τοῖν | ἀρτίαιν | τοῖν | ἀρτίοιν |
| Ως δικατάληκτο -ος, -ος, -ον, σε ορισμένους συγγραφείς. | ||||||
| 2η&1η κλίση, Κατηγορία 'λόγιος' όπως «λόγιος» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές | ||||||
Ετυμολογία
- ἄρτιος < ἄρτι + ... < πρωτοϊνδοευρωπαϊκή ρίζα *h₂er- (ταιριάζω, ἀραρίσκω) • Η Ετυμολογία χρειάζεται ανάπτυξη με τεκμηρίωση. Μπορείτε να βοηθήσετε;
Επίθετο
ἄρτιος
- που είναι καλά προσαρμοσμένος
- (μεταφορικά) κατάλληλος
- τέλειος, ακέραιος, πλήρης
- (μαθηματικά) άρτιος, ζυγός
Παράγωγα
- ἀρτίως (επίρρημα)
σύνθετα:
- ἀρτιο- Αρχαίες ελληνικές λέξεις με πρόθημα ἀρτιο- στο Βικιλεξικό
Πηγές
- ἄρτιος - Επιτομή του Λεξικού Λίντελ-Σκοτ, Λεξικό της Αρχαίας Ελληνικής Γλώσσας (Επιτομή του Μεγάλου Λεξικού, εκδ. Πελεκάνος, 2007), Ψηφίδες στο Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας, 2012
- ἄρτιος - ΛΟΓΕΙΟΝ (αγγλικά, από το 2011) Λεξικά για την αρχαία ελληνική και λατινική γλώσσα (στα αγγλικά, γαλλικά, ισπανικά, κ.λπ.) Πανεπιστήμιο του Σικάγου.
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.