άν-

Νέα ελληνικά (el)

Πρόθημα

άν-

  1. (στερητικό) άλλη μορφή του αν-, μορφής του α-
    άνυδρος
  2. άλλη μορφή του αν-, μορφής του ανα-
    άνοδος

  • Νεοελληνικές λέξεις με πρόθημα άν- από το στερητικό α- στο Βικιλεξικό
  • Νεοελληνικές λέξεις με πρόθημα άν- από το ανα- στο Βικιλεξικό
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.