άκαρι
Νέα ελληνικά (el)
| ↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
|---|---|---|---|---|
| ονομαστική | το | άκαρι | τα | ακάρεα |
| γενική | του | ακάρεως | των | ακάρεων |
| αιτιατική | το | άκαρι | τα | ακάρεα |
| κλητική | άκαρι | ακάρεα | ||
| όπως «αρχαιόκλιτα» - Παράρτημα:Ουσιαστικά | ||||
_Lorryia_formosa_2_edit.jpg.webp)
Το μικροσκοπικό άκαρι Lorryia formosa
Ετυμολογία
- άκαρι < (διαχρονικό δάνειο) αρχαία ελληνική ἀκαρί / ἄκαρι < σημασιολογικό δάνειο από τη νεολατινική acarus
Προφορά
- ΔΦΑ : /ˈa.ka.ɾi/
- τυπογραφικός συλλαβισμός : ά‐κα‐ρι
Ουσιαστικό
άκαρι ουδέτερο
- (λόγιο, ζώο) μικροσκοπικό ζωύφιο, μέλος της υφομοταξίας των ακάρεων, της ομοταξίας των Αραχνιδίων, του φύλου τών Αρθρόποδων, που ζει παρασιτικά σε ζώα και φυτά
Συγγενικά
- ακαρεοκτόνο
- ακαρεοφοβία
- ακαρίαση
- ακαροειδής
-
άκαρι στη Βικιπαίδεια

- αραχνίδια
- αρθρόποδα
- επίζωα
- παράσιτο
- πιροπλάσμωση
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.