άκαρι

Νέα ελληνικά (el)

 πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική το άκαρι τα ακάρεα
      γενική του ακάρεως των ακάρεων
    αιτιατική το άκαρι τα ακάρεα
     κλητική άκαρι ακάρεα
όπως «αρχαιόκλιτα» - Παράρτημα:Ουσιαστικά
Το μικροσκοπικό άκαρι Lorryia formosa

Ετυμολογία

άκαρι < (διαχρονικό δάνειο) αρχαία ελληνική ἀκαρί / ἄκαρι < σημασιολογικό δάνειο από τη νεολατινική acarus

Προφορά

ΔΦΑ : /ˈa.ka.ɾi/
τυπογραφικός συλλαβισμός: άκαρι

Ουσιαστικό

άκαρι ουδέτερο

Συγγενικά

Μεταφράσεις

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.