ακαρίαση

Νέα ελληνικά (el)

 πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική η ακαρίαση οι ακαριάσεις
      γενική της ακαρίασης* των ακαριάσεων
    αιτιατική την ακαρίαση τις ακαριάσεις
     κλητική ακαρίαση ακαριάσεις
* παλιότερος λόγιος τύπος, ακαριάσεως
Κατηγορία όπως «δύναμη» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία

ακαρίαση < νεολατινική acariasis < acarus < αρχαία ελληνική ἀκαρί / ἄκαρι

Ουσιαστικό

ακαρίαση θηλυκό

Συγγενικά

Μεταφράσεις

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.