ἄκαρι
Αρχαία ελληνικά (grc)
| ↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
|---|---|---|---|---|
| ονομαστική | τὸ | ἄκαρῐ | τὰ | ἀκάρη & ἀκάρεᾰ |
| γενική | τοῦ | ἀκάρεως | τῶν | ἀκάρεων |
| δοτική | τῷ | ἀκάρει | τοῖς | ἀκάρεσῐ(ν) |
| αιτιατική | τὸ | ἄκαρῐ | τὰ | ἀκάρη & ἀκάρεᾰ |
| κλητική ὦ! | ἄκαρῐ | ἀκάρη & ἀκάρεᾰ | ||
| δυϊκός | ||||
| ονομ-αιτ-κλ | τὼ | ἀκάρει | ||
| γεν-δοτ | τοῖν | ἀκαρέοιν | ||
| 3η κλίση, Κατηγορία 'σίναπι' όπως «σίναπι» - Παράρτημα:Ουσιαστικά | ||||
Πηγές
- ἄκαρι - ΛΟΓΕΙΟΝ (αγγλικά, από το 2011) Λεξικά για την αρχαία ελληνική και λατινική γλώσσα (στα αγγλικά, γαλλικά, ισπανικά, κ.λπ.) Πανεπιστήμιο του Σικάγου.
τόμος Α, σελίδα 180 @books.google - Liddell, Henry George. Scott, Robert, Αν. Κωνσταντινίδης (εκδ.) Μέγα λεξικόν της ελληνικής γλώσσης. Μετάφραση: Ξενοφών Π. Μόσχος. Επιμέλεια: Μιχαήλ Κωνσταντινίδης. Τυπογραφικά Καταστήματα Ανέστη Κωνσταντινίδη (1901-1906). Ανατύπωση: Ι. Σιδέρης, χ.χ. Τόμοι 4. - online στο Πανεπιστήμιο Αιγαίου, Τμήμα Μαθηματικών
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.