ακαρεοκτόνο
Νέα ελληνικά (el)
| ↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
|---|---|---|---|---|
| ονομαστική | το | ακαρεοκτόνο | τα | ακαρεοκτόνα |
| γενική | του | ακαρεοκτόνου | των | ακαρεοκτόνων |
| αιτιατική | το | ακαρεοκτόνο | τα | ακαρεοκτόνα |
| κλητική | ακαρεοκτόνο | ακαρεοκτόνα | ||
| Κατηγορία όπως «πεύκο» - Παράρτημα:Ουσιαστικά | ||||
Ετυμολογία
- ακαρεοκτόνο < άκαρι + -ο- -κτόνο (< αρχαία ελληνική κτείνω)
Μεταφράσεις
ακαρεοκτόνο
|
|
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.