ακαρεοφοβία
Νέα ελληνικά (el)
| ↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
|---|---|---|---|---|
| ονομαστική | η | ακαρεοφοβία | οι | ακαρεοφοβίες |
| γενική | της | ακαρεοφοβίας | των | ακαρεοφοβιών |
| αιτιατική | την | ακαρεοφοβία | τις | ακαρεοφοβίες |
| κλητική | ακαρεοφοβία | ακαρεοφοβίες | ||
| Κατηγορία όπως «σοφία» - Παράρτημα:Ουσιαστικά | ||||
Ετυμολογία
- ακαρεοφοβία < → λείπει η ετυμολογία
Προφορά
- ΔΦΑ : /a.ka.ɾe.o.foˈvi.a/
- τυπογραφικός συλλαβισμός : α‐κα‐ρε‐ο‐φο‐βί‐α
Μεταφράσεις
ακαρεοφοβία
|
|
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.