Αρθρόποδα
Νέα ελληνικά (el)
| ↓ πτώσεις | πληθυντικός | |||
|---|---|---|---|---|
| ονομαστική | τα | Αρθρόποδα | ||
| γενική | των | Αρθρόποδων | ||
| αιτιατική | τα | Αρθρόποδα | ||
| κλητική | Αρθρόποδα | |||
| Κατηγορία όπως «σίδερο» - Παράρτημα:Ουσιαστικά | ||||
Ετυμολογία
- Αρθρόποδα < ἄρθρον +πόδας στην καθαρεύουσα για να αποδόσει την ξένη λέξη (ίσως γερμανική τότε) Arthropode που είχε δημιουργηθεί από τις αντίστοιχες αρχαίες ελληνικές • Η Ετυμολογία χρειάζεται ανάπτυξη με τεκμηρίωση. Μπορείτε να βοηθήσετε;
Κύριο όνομα
Αρθρόποδα ουδέτερο, μόνο στον πληθυντικό (γενική: των αρθροπόδων)
- ταξινομικός όρος - συνομοταξία: η μεγαλύτερη συνομοταξία ζώων, που περιλαμβάνει ζώα με αρθρωτά άκρα -έντομα, αράχνες και καρκινοειδή όπως τα μαλακόστρακα
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.