Ωρίων

Νέα ελληνικά (el)

 πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική ο Ωρίων οι Ωρίωνες
      γενική του Ωρίωνος των Ωριώνων
    αιτιατική τον Ωρίωνα τους Ωρίωνες
     κλητική Ωρίων Ωρίωνες
Συνήθως στον ενικό.
Κλίση κατά το αρχαίο Ὠρίων.
Δείτε και ο Ωρίωνας, του Ωρίωνα
Κατηγορία όπως «Βύρων» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία

Ωρίων < αρχαία ελληνική Ὠρίων
Ο αστερισμός του Ωρίωνα.

Προφορά

ΔΦΑ : /oˈɾi.on/

Κύριο όνομα

Ωρίων αρσενικό

  • (ελληνική μυθολογία) περίφημος κυνηγός στην ελληνική μυθολογία
  • όνομα αμφιφανούς αστερισμού που εκτείνεται εκατέρωθεν του ουράνιου ισημερινού. Ανήκει στους 48 αστερισμούς που σημειώθηκαν πρώτη φορά στην αρχαιότητα από τον Πτολεμαίο και στους 88 επίσημους αστερισμούς που το 1922 θέσπισε η Διεθνής Αστρονομική Ένωση
    συντομογραφία: Ori

«Τοπίο με τον τυφλό Ωρίωνα να αναζητά τον ήλιο». Ζωγραφικός πίνακας του Nicolas Poussin (1658).

Μεταφράσεις

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.