Ωρίωνας
Νέα ελληνικά (el)
| ↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
|---|---|---|---|---|
| ονομαστική | ο | Ωρίωνας | οι | Ωρίωνες |
| γενική | του | Ωρίωνα | των | Ωριώνων |
| αιτιατική | τον | Ωρίωνα | τους | Ωρίωνες |
| κλητική | Ωρίωνα | Ωρίωνες | ||
| Δείτε και την κλίση του «Ωρίων». | ||||
| Κατηγορία όπως «φύλακας» - Παράρτημα:Ουσιαστικά | ||||
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.