Φοινίκη

Νέα ελληνικά (el)

χάρτης της Φοινίκης

Ετυμολογία

Φοινίκη < (διαχρονικό δάνειο) αρχαία ελληνική Φοινίκης < φοινός, -ή, -όν, αυτός που έχει το βαθυκόκκινο χρώμα του αίματος

Προφορά

ΔΦΑ : /fiˈni.ci/
τυπογραφικός συλλαβισμός: Φοινίκη
ομόηχο: φοινίκι

Κύριο όνομα

Φοινίκη θηλυκό

  1. (ιστορική περιοχή) ελληνική ονομασία για μια αρχαία παραλιακή, ναυτική χώρα στη θέση που σήμερα βρίσκεται ο Λίβανος και τμήμα της Συρίας. Η ονομασία δόθηκε πιθανόν επειδή οι Ελληνες εισήγαγαν από εκεί μια μοναδική τότε χρωστική ουσία με βαθύ πορφυρό χρώμα (στο χρώμα του αίματος) και το χρώμα αυτό στα ελληνικά λεγόταν φοινόν
  2. η Μικρά Άρκτος, για τους Αρχαίους Έλληνες
  3. αρχαία πόλη της Βόρειας Ηπείρου όπου σήμερα υπάρχει το χωριό Φοινίκι, κοντά στους Αγίους Σαράντα

Συγγενικά

 και δείτε τη λέξη φοίνικας

Μεταφράσεις



Αρχαία ελληνικά (grc)

 πτώσεις       ενικός      
Φοινῑκα-
ονομαστική Φοινίκη
      γενική τῆς Φοινίκης
      δοτική τῇ Φοινίκ
    αιτιατική τὴν Φοινίκην
     κλητική ! Φοινίκη
Το φωνήεν της παραλήγουσας είναι μακρό.
1η κλίση, ομάδα 'γνώμη', Κατηγορία 'νίκη' όπως «γνώμη» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία

Φοινίκη < λείπει η ετυμολογία

Κύριο όνομα

Φοινίκη, -ης θηλυκό

  1. χώρα της Ασίας
      8ος πκε αιώνας   Ὅμηρος, Ὀδύσσεια, 4 (δ. Τὰ ἐν Λακεδαίμονι.), στίχ. 83 (83-85)
    Κύπρον Φοινίκην τε καὶ Αἰγυπτίους ἐπαληθείς, | Αἰθίοπάς θ᾽ ἱκόμην καὶ Σιδονίους καὶ Ἐρεμβοὺς | καὶ Λιβύην, ἵνα τ᾽ ἄρνες ἄφαρ κεραοὶ τελέθουσι.
    «Περιπλανήθηκα στην Κύπρο, στη Φοινίκη και στην Αίγυπτο, | έφτασα στους Αιθίοπες, τους Σιδονίους κι Ερεμβούς, | και πέρα ως τη Λιβύη, όπου τ᾽ αρνιά μόλις γεννιούνται βγάζουν κέρατα
    Μετάφραση σε πεζό (2006): Δημήτρης Ν. Μαρωνίτης, @greeklanguage.gr
    5ος πκε αιώνας   Ἡρόδοτος, Ἱστορίαι, 2 (Εὐτέρπη), 44.1
    καὶ θέλων δὲ τούτων πέρι σαφές τι εἰδέναι ἐξ ὧν οἷόν τε ἦν, ἔπλευσα καὶ ἐς Τύρον τῆς Φοινίκης, πυνθανόμενος αὐτόθι εἶναι ἱρὸν Ἡρακλέος ἅγιον.
    Θέλοντας εντούτοις να συγκεντρώσω σαφείς πληροφορίες για όλα αυτά από όπου ήταν δυνατόν, πήγα δια θαλάσσης στην Τύρο της Φοινίκης, όπου είχα μάθει ότι υπάρχει ιερός ναός του Ηρακλή.
    Μετάφραση (1992): Λεωνίδας Ζενάκος Αθήνα:Γκοβόστης @greeklanguage.gr
  2. πόλη της Αφρικής, η Καρχηδόνα που ήταν αποικία των Φοινίκων
      5ος πκε αιώνας Εὐριπίδης, Τρῳάδες, στίχ. 221
  3. (νησί) (κατά τον Πλίνιο) παλαιότερη ονομασία της νήσου Ίου
  4. προσωνυμία της θεάς Αθηνάς
  5. (αστρονομία) αστερισμός της Μικρής Άρκτου

Συγγενικά

  • Φοίνικες
  • Φοινικήϊος, φοινικήϊος
  • Φοινικικός
  • (Χρειάζεται επεξεργασία)

 και δείτε τη λέξη φοῖνιξ

Πηγές

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.