Ίος
Νέα ελληνικά (el)
| ↓ πτώσεις | ενικός | |||
|---|---|---|---|---|
| ονομαστική | η | Ίος | ||
| γενική | της | Ίου | ||
| αιτιατική | την | Ίο | ||
| κλητική | Ίε (Ίο) | |||
| Κατηγορία όπως «διχοτόμος» - Παράρτημα:Ουσιαστικά | ||||
Ετυμολογία
- Ίος < αρχαία ελληνική Ἴος < ἴον
- Νιος (δημώδες)
-
Ίος στη Βικιπαίδεια

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.