Φοίνισσες
Νέα ελληνικά (el)
Ετυμολογία
- Φοίνισσες < αρχαία ελληνική Φοίνισσαι, θηλυκό του Φοίνικες < Φοινίκη < πιθανόν από το "φοινός", το βαθύ πορφυρό
Κύριο όνομα
Φοίνισσες θηλυκό πληθυντικός
Συγγενικά
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.