Τσάκωνας

Νέα ελληνικά (el)

 πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική ο Τσάκωνας οι Τσάκωνες
      γενική του Τσάκωνα των Τσακώνων
    αιτιατική τον Τσάκωνα τους Τσάκωνες
     κλητική Τσάκωνα Τσάκωνες
Κατηγορία όπως «φύλακας» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία

Τσάκωνας < (κληρονομημένο) μεσαιωνική ελληνική Τσάκονες / Τσάκωνες < τζάκονες, πληθυντικός αριθμός του τζάκων αβέβαιου ετύμου. Θεωρίες για το έτυμο:
  1. < κατά την Αρβελέρ[1] το εθνωνυμικό κατοίκων της Τσακωνίας σχετίζεται με την παράλληλη μεσαιωνική σημασία "φύλακες", "στρατιώτες" Tσάκωνες, Τζάκωνες, Τζέκωνες (ή -ονες) από τις λέξεις ζάκα, σάκα (φύλακες στρατιώτες) αραβική ς ή σημιτικής προέλευσης σε τζάκων, τσάκων (Δείτε και αρχαία ελληνική σάκκος, κλασικά κλασικά συριακά ܣܩܐ)
  2. < διάκονες «στρατιώτες με ελαφρύ οπλισμό (βοηθητικοί), απεσταλμένοι στην Πελοπόννησο κατά τον 8ο αιώνα».[2] αρχαία ελληνική διάκονοι, πληθυντικός αριθμός του διάκονος < διά + πρωτοϊνδοευρωπαϊκή ρίζα *kón-os < *ken-
απίθανη προέλευση: σλαβικά џак (džȃk: σάκκος) < λατινικά saccus < αρχαία ελληνική σάκκος (αντιδάνειο)

Κύριο όνομα

Τσάκωνας αρσενικό (θηλυκό Τσακώνισσα)

  1. μέλος πληθυσμιακής ομάδας, εγκατεστημένης στην ανατολική Πελοπόννησο, στην επαρχία Κυνουρίας, τα μέλη της οποίας μιλούν μία ξεχωριστή νεοελληνική διάλεκτο, την τσακωνική / τα τσακωνικά
  2. ανδρικό επώνυμο

  • Εναλλακτικές γραφές με ωμέγα (Τσάκωνες) ή όμικρον (Τσάκονες), από τα μεσαιωνικά χρόνια[1] Δείτε τζάκων
  • Τσάκονας Κατά τον Μπαμπινιώτη[2] «Η πιθανότερη ερμηνεία (< μεσν. διάκονες) όσο και η τακτική της απλογράφησης που ακολουθούμε, όταν παραδίδονται διαφορετικές γραφές, θα καθιστούσαν καταλληλότερη τη γραφή με -ο-.»
  • η γραφή με ωμέγα είναι η συνηθέστερη (καταγραφή:2019).

Συγγενικά

Μεταφράσεις

Αναφορές

  1. Αρβελέρ, Ελένη Γλύκατζη (Ahrweiler). (1963) "Les termes Τσάκωνες - Τσακονίαι et leur évolution sémantique" [Οι όροι Τσάκωνες - Τσακονίαι και η εξέλιξη της σημασίας τους] (γαλλικά) Revue des études byzantines, 1963, 21, pp. 243-249 @persee.fr retr:2018.09.28.
  2. Μπαμπινιώτης, Γεώργιος (2010). Ετυμολογικό Λεξικό της Νέας Ελληνικής Γλώσσας (Β' ανατύπωση. 2009: A' έκδοση). Αθήνα: Κέντρο Λεξικολογίας.
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.