διάκονος
Νέα ελληνικά (el)
| ↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
|---|---|---|---|---|
| ονομαστική | ο | διάκονος | οι | διάκονοι |
| γενική | του | διακόνου & διάκονου |
των | διακόνων |
| αιτιατική | τον | διάκονο | τους | διακόνους |
| κλητική | διάκονε | διάκονοι | ||
| Κατηγορία όπως «όροφος» - Παράρτημα:Ουσιαστικά | ||||
Ετυμολογία
- διάκονος < (διαχρονικό δάνειο) ελληνιστική κοινή διάκονος (αρχαία σημασία: υπηρέτης)
Προφορά
- ΔΦΑ : /ˈði̯a.ko.nos/ & /ˈðʝa.ko.nos/
- τυπογραφικός συλλαβισμός : δι‐ά‐κο‐νος
Ουσιαστικό
διάκονος αρσενικό (θηλυκό διακόνισσα)
- (χριστιανισμός) κληρικός με τον κατώτερο βαθμό ιεροσύνης
- (λόγιο, μεταφορικά, κατά την αρχαία έννοια) υπηρέτης (αυτός που υπηρετεί έναν σκοπό)
- ※ ... και νυν Διάκονο του μνημονισμού και της αντεργατικής ζάλης (από την εφημερίδα ΑΥΓΗ, 29 Οκτωβρίου 2010)
- ※ Οπως τόνισα και στην ομιλία μου, θα είμαι διάκονος των Μανιατών του δήμου μου, υπηρετώντας με διαφάνεια και σεβασμό τους δημότες, που θα έχουν λόγο και άποψη μέσα από τις συναντήσεις μαζί τους στις τοπικές κοινότητες. (από την καθημερινή εφημερίδα της Καλαμάτας ΕΛΕΥΘΕΡΙΑ, 19 Δεκεμβρίου 2010)
Συγγενικά
- αρχιδιάκονος
- διακόνεμα
- διακονεύω
- διακόνημα
- διακονία
- διακονιά
- διακονιάρης, διακονιάρα, διακονιάρισσα
- διακονιάρικος
- διακονικό
- διακονικός
- διακόνισσα
- διακονώ
- ιεροδιάκονος
- πρωτοδιάκονος
- υποδιάκονος
-
διάκονος στη Βικιπαίδεια

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.