τσακόνικα

Νέα ελληνικά (el)

 πτώσεις   πληθυντικός  
ονομαστική τα τσακόνικα
      γενική των τσακόνικων
    αιτιατική τα τσακόνικα
     κλητική τσακόνικα
Κατηγορία όπως «σίδερο» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία

τσακόνικα < ουσιαστικοποιημένο ουδέτερο του επιθέτου τσακόνικος στον πληθυντικό < Τσάκονας / Τσάκωνας

Προφορά

ΔΦΑ : /t͡saˈko.ni.ka/
τυπογραφικός συλλαβισμός: τσακόνικα

Ουσιαστικό

τσακόνικα ουδέτερο, μόνο στον πληθυντικό

Κλιτικός τύπος επιθέτου

τσακόνικα

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.