saccus

Λατινικά (la)

Ετυμολογία

saccus < αρχαία ελληνική σάκκος

Ουσιαστικό

saccus αρσενικό

  1. σάκος, σακί
  2. πορτοφόλι, βαλάντιο
  3. ένδυμα από λινάτσα
  4. κόσκινο (οίνου)

Κλίση

αριθμός ενικός πληθυντικός
ονομαστική saccus saccī
γενική saccī saccōrum
δοτική saccō saccīs
αιτιατική saccum saccōs
κλητική sacce saccī
αφαιρετική saccō saccīs
(β' κλίση)
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.