απλογράφηση
Νέα ελληνικά (el)
| ↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
|---|---|---|---|---|
| ονομαστική | η | απλογράφηση | οι | απλογραφήσεις |
| γενική | της | απλογράφησης* | των | απλογραφήσεων |
| αιτιατική | την | απλογράφηση | τις | απλογραφήσεις |
| κλητική | απλογράφηση | απλογραφήσεις | ||
| * παλιότερος λόγιος τύπος, απλογραφήσεως | ||||
| Κατηγορία όπως «δύναμη» - Παράρτημα:Ουσιαστικά | ||||
Ετυμολογία
Προφορά
- ΔΦΑ : /a.ploˈɣɾa.fi.si/
Σημειώσεις
Η αρχή της απλογράφησης ισχύει στη γραφή ξένων λέξεων -όπως τα κύρια ονόματα- με ελληνικούς χαρακτήρες. Το αντίθετο είναι η αρχή της αντιστρεψιμότητας με προσπάθεια μεταγραμματισμού. Π.χ.
- αγγλικά: Shakespeare - απλογράφηση: Σέξπιρ, αντιστρεψιμότητα: Σαίξπηρ
- γαλλικά: documentaire - απλογράφηση: ντοκιμαντέρ, αντιστρεψιμότητα: ντοκυμανταίρ
Συνώνυμα
- ορθογραφική απλοποίηση
Συγγενικά
Συγγενικά, αλλά με διαφορετική σημασία:
- απλογραφία (φιλολογία, παλαιογραφία) ακούσια παράλειψη επαναλαμβανόμενου μέρους λέξης
- απλολογία (γλωσσολογία) αποβολή ή σίγηση επαναλαμβανόμενης ή παρόμοιας συλλαβής
- απλοποίηση (γλωσσολογία, φωνολογία) σίγηση φθόγγου που ανήκει σε πολύπλοκο σύμπλεγμα
- απλοέπεια
- λέξεις με ορθογραφική απλοποίηση στο Λεξικό της Κοινής Νεοελληνικής (1998) του Ιδρύματος Μανόλη Τριανταφυλλίδη (συντομογραφίες-σύμβολα). Η Πύλη για την ελληνική γλώσσα, Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας
Αναφορές
- Μπαμπινιώτης, Γεώργιος (2002). Λεξικό της νέας ελληνικής γλώσσας (Βʹ έκδοση). Αθήνα: Κέντρο Λεξικολογίας. (Αʹ έκδοση: 1998)
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.