Ποριώτισσα
Νέα ελληνικά (el)
| ↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
|---|---|---|---|---|
| ονομαστική | η | Ποριώτισσα | οι | Ποριώτισσες |
| γενική | της | Ποριώτισσας | των | Ποριωτισσών |
| αιτιατική | την | Ποριώτισσα | τις | Ποριώτισσες |
| κλητική | Ποριώτισσα | Ποριώτισσες | ||
| Κατηγορία όπως «θάλασσα» - Παράρτημα:Ουσιαστικά | ||||
Ουσιαστικό
Ποριώτισσα θηλυκό
- (πατριδωνυμικό) αυτή που κατοικεί στον Πόρο ή κατάγεται από το νησί αυτό
Μεταφράσεις
Ποριώτισσα
|
|
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.