βουναλάκι
Νέα ελληνικά (el)
| ↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
|---|---|---|---|---|
| ονομαστική | το | βουναλάκι | τα | βουναλάκια |
| γενική | — | — | ||
| αιτιατική | το | βουναλάκι | τα | βουναλάκια |
| κλητική | βουναλάκι | βουναλάκια | ||
| Η κατάληξη του πληθυντικού -ια προφέρεται με συνίζηση. | ||||
| Κατηγορία όπως «παιδάκι» - Παράρτημα:Ουσιαστικά | ||||
Ετυμολογία
- βουναλάκι < βουν(ό) + υποκοριστικό επίθημα -αλάκι
Προφορά
- ΔΦΑ : /vu.naˈla.ci/
- τυπογραφικός συλλαβισμός : βου‐να‐λά‐κι
Ουσιαστικό
βουναλάκι ουδέτερο
- υποκοριστικό του βουνό
- ※ Πρέπει να δείτε και το δικό μας δάσος, το λεμονοδάσος, απέναντι στον Πόρο. Είναι ένα μεγάλο δάσος από λεμονιές και πορτοκαλιές που σκεπάζει ολόκληρο το βουναλάκι. Καταπράσινο, όχι γκρίζο όπως αυτά τα ελιόδενδρα. (Κοσμάς Πολίτης, Λεμονοδάσος, 1930)
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.