Καλαύρεια

Αρχαία ελληνικά (grc)

 πτώσεις       ενικός      
ονομαστική Καλαύρει
      γενική τῆς Καλαυρείᾱς
      δοτική τῇ Καλαυρεί
    αιτιατική τὴν Καλαύρειᾰν
     κλητική ! Καλαύρει
1η κλίση, Κατηγορία 'βοήθεια' όπως «βοήθεια» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία

Καλαύρεια < λείπει η ετυμολογία

Κύριο όνομα

Καλαύρεια θηλυκό

Συγγενικά

Πηγές

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.