Μενέλαος

Νέα ελληνικά (el)

 πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική ο Μενέλαος οι Μενέλαοι
      γενική του Μενέλαου
& Μενελάου
των Μενέλαων
& Μενελάων
    αιτιατική τον Μενέλαο τους Μενέλαους
& Μενελάους
     κλητική Μενέλαε Μενέλαοι
Οι δεύτεροι τύποι, παλιότεροι, λόγιοι.
Κατηγορία όπως «καρδινάλιος» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία

Μενέλαος < (κληρονομημένο) αρχαία ελληνική Μενέλαος

Κύριο όνομα

Μενέλαος αρσενικό

  1. (ελληνική μυθολογία) μυθολογικός βασιλιάς της αρχαίας Σπάρτης, σύζυγος της ωραίας Ελένης
  2. ανδρικό όνομα

Μεταφράσεις



Αρχαία ελληνικά (grc)

 πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική Μενέλαος οἱ Μενέλαοι
      γενική τοῦ Μενελάου τῶν Μενελάων
      δοτική τῷ Μενελά τοῖς Μενελάοις
    αιτιατική τὸν Μενέλαον τοὺς Μενελάους
     κλητική ! Μενέλαε Μενέλαοι
  δυϊκός
ονομ-αιτ-κλ τὼ  Μενελάω
γεν-δοτ τοῖν  Μενελάοιν
Συνήθως στον ενικό.
2η κλίση, Κατηγορία 'θρίαμβος' όπως «θρίαμβος» - Παράρτημα:Ουσιαστικά
Η Αφροδίτη (αριστερά), η Ελένη (κέντρο) και ο Mενέλαος (δεξιά)

Ετυμολογία

Μενέλαος < (μένω) μενε- + -λαος (λαός) κυριολεκτικά: αυτός που στέκεται δίπλα στον λαό του, ή μένος + -λαος (Χρειάζεται τεκμηρίωση…)

Κύριο όνομα

Μενέλαος [ᾰ] αρσενικό

  1. (ελληνική μυθολογία) βασιλιάς της αρχαίας Σπάρτης, σύζυγος της ωραίας Ελένης
  2. ανδρικό όνομα

Πηγές

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.