Μενέλαος
Νέα ελληνικά (el)
| ↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
|---|---|---|---|---|
| ονομαστική | ο | Μενέλαος | οι | Μενέλαοι |
| γενική | του | Μενέλαου & Μενελάου |
των | Μενέλαων & Μενελάων |
| αιτιατική | τον | Μενέλαο | τους | Μενέλαους & Μενελάους |
| κλητική | Μενέλαε | Μενέλαοι | ||
| Οι δεύτεροι τύποι, παλιότεροι, λόγιοι. | ||||
| Κατηγορία όπως «καρδινάλιος» - Παράρτημα:Ουσιαστικά | ||||
Ετυμολογία
- Μενέλαος < (κληρονομημένο) αρχαία ελληνική Μενέλαος
Κύριο όνομα
Μενέλαος αρσενικό
Αρχαία ελληνικά (grc)
| ↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
|---|---|---|---|---|
| ονομαστική | ὁ | Μενέλαος | οἱ | Μενέλαοι |
| γενική | τοῦ | Μενελάου | τῶν | Μενελάων |
| δοτική | τῷ | Μενελάῳ | τοῖς | Μενελάοις |
| αιτιατική | τὸν | Μενέλαον | τοὺς | Μενελάους |
| κλητική ὦ! | Μενέλαε | Μενέλαοι | ||
| δυϊκός | ||||
| ονομ-αιτ-κλ | τὼ | Μενελάω | ||
| γεν-δοτ | τοῖν | Μενελάοιν | ||
| Συνήθως στον ενικό. | ||||
| 2η κλίση, Κατηγορία 'θρίαμβος' όπως «θρίαμβος» - Παράρτημα:Ουσιαστικά | ||||
Ετυμολογία
Κύριο όνομα
Μενέλαος [ᾰ] αρσενικό
-
Μενέλαος στη Βικιπαίδεια

Πηγές
- Μενέλαος - Επιτομή του Λεξικού Λίντελ-Σκοτ, Λεξικό της Αρχαίας Ελληνικής Γλώσσας (Επιτομή του Μεγάλου Λεξικού, εκδ. Πελεκάνος, 2007), Ψηφίδες στο Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας, 2012
- Μενέλαος - ΛΟΓΕΙΟΝ (αγγλικά, από το 2011) Λεξικά για την αρχαία ελληνική και λατινική γλώσσα (στα αγγλικά, γαλλικά, ισπανικά, κ.λπ.) Πανεπιστήμιο του Σικάγου.
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.
