Λομβαρδός
Νέα ελληνικά (el)
| ↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
|---|---|---|---|---|
| ονομαστική | ο | Λομβαρδός | οι | Λομβαρδοί |
| γενική | του | Λομβαρδού | των | Λομβαρδών |
| αιτιατική | τον | Λομβαρδό | τους | Λομβαρδούς |
| κλητική | Λομβαρδέ | Λομβαρδοί | ||
| Κατηγορία όπως «ναός» - Παράρτημα:Ουσιαστικά | ||||

χάρτης της Ιταλίας γύρω στο 1494, όπου με πορτοκαλί φαίνεται η περιοχή που αντιστοιχεί περίπου στη Λομβαρδία, γύρω από το Μιλάνο
Ετυμολογία
Λομβαρδός < μεσαιωνική ελληνική Λουμπάρδος / Λογγόβαρδοι < υστερολατινική Longobardus / Longobardi < πρωτογερμανική *langaz (μακρύς) + *bardaz (γένι) ή *bardǭ / *barduz (τσεκούρι)
Προφορά
- ΔΦΑ : /lom.varˈðos/
- τυπογραφικός συλλαβισμός : Λομ‐βαρ‐δός
Ουσιαστικό
Λομβαρδός αρσενικό
- Λογγοβάρδος
Συγγενικά
- Λομβαρδή
- Λομβαρδία
- λομβαρδικός
- → δείτε τις λέξεις λουμπάρδα και Λουμπαρδιάρης
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.