Λουμπαρδιάρης

Νέα ελληνικά (el)

 πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική ο Λουμπαρδιάρης οι Λουμπαρδιάρηδες
      γενική του Λουμπαρδιάρη των Λουμπαρδιάρηδων
    αιτιατική τον Λουμπαρδιάρη τους Λουμπαρδιάρηδες
     κλητική Λουμπαρδιάρη Λουμπαρδιάρηδες
Συνήθως στον ενικό
Κατηγορία όπως «μανάβης» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία

Λουμπαρδιάρης < λουμπάρδ(α) + -ιάρης

Προφορά

ΔΦΑ : /lum.baɾˈðʝa.ɾis/
τυπογραφικός συλλαβισμός: Λουμπαρδιάρης

Κύριο όνομα

Λουμπαρδιάρης αρσενικό

  • μετωνυμία ναού του Αγίου Δημητρίου στον λόφο του Φιλοπάππου στην Αθήνα
      Χτυπάει η καμπάνα πένθιμα του Λουμπαρδιάρη
    σα να μου λέει πως και σήμερα το χάσαμε
    έχει γυρίσει στη φωλιά του το φεγγάρι και εγώ χαμπάρι.
    Απόσπασμα στίχων από το τραγούδι Αθήνα Μου, (2020) Κωνσταντίνος Αργυρός, στίχοι και σύνθεση: Λευτέρης Κιντάτος, album: Part 1 - Nostalgia.

Μεταφράσεις

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.