İstanbul

Αζεριανά (az)

Ουσιαστικό

İstanbul (az)



Τουρκικά (tr)

Ετυμολογία

İstanbul < (κληρονομημένο) οθωμανική τουρκική ? < (άμεσο δάνειο) μεσαιωνική ελληνική εἰς τήν Πόλιν.[1]. Συζητείται η ερμηνεία του -sta-  Η Ετυμολογία χρειάζεται ανάπτυξη με τεκμηρίωση. Μπορείτε να βοηθήσετε;  

Προφορά

ΔΦΑ : /isˈtanbuɫ/

Κύριο όνομα

İstanbul (tr)

  • πόλη της Τουρκίας, πόλη της Ευρώπης, η σύγχρονη Ισταμπούλ ή Ιστάνμπουλ, η Κωνσταντινούπολη
      Orhan Veli Kanık (Ορχάν Βελί Κανίκ 1914-1950), «İstanbul'u Dinliyorum» (Την Πόλη ακούω), 1η στροφή. Μετάφραση: το Βικιλεξικό.
    İstanbul'u dinliyorum, gözlerim kapalı
    Önce hafiften bir rüzgar esiyor;
     Yavaş yavaş sallanıyor
     Yapraklar, ağaçlarda;
     Uzaklarda, çok uzaklarda,
     Sucuların hiç durmayan çıngırakları
     İstanbul'u dinliyorum, gözlerim kapalı.
    Την Πόλη ακούω· μάτια κλειστά.
    Πρώτα τ' αγέρι που φυσά.
     Σιγά σιγά αργοκουνά
     στα δέντρα, τα φυλλώματα.
     Κι εκεί μακριά, πολύ μακριά
     το καμπανάκι να χτυπά
     του νερουλά[των νερουλάδων]· δεν σταματά.
     Την Πόλη ακούω· μάτια κλειστά.

Συγγενικά

Αναφορές

  1. İstanbul - μονόγλωσσο τουρκικό Ετυμολογικό Λεξικό «Türkçe Etimolojik Sözlük» (2002) του Σεβάν Νισανιάν
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.