Κωνσταντινούπολις
Αρχαία ελληνικά (grc)
| ελληνιστική κοινή (αρχαία κλίση) δε μαρτυρείται δυϊκός αριθμός | ||||||||
| ↓ πτώσεις | ενικός | |||||||
|---|---|---|---|---|---|---|---|---|
| ονομαστική | ἡ | Κωνσταντινούπολῐς | ||||||
| γενική | τῆς | Κωνσταντινουπόλεως | ||||||
| δοτική | τῇ | Κωνσταντινουπόλει | ||||||
| αιτιατική | τὴν | Κωνσταντινούπολῐν | ||||||
| κλητική ὦ! | Κωνσταντινούπολῐ | |||||||
| 3η κλίση, Κατηγορία 'δύναμις' όπως «δύναμις» - Παράρτημα:Ουσιαστικά | ||||||||
Ετυμολογία
- Κωνσταντινούπολις < (ελληνιστική κοινή) Κωνσταντῖνος στη γενική Κωνσταντίνου + -πολις
Κύριο όνομα
Κωνσταντινούπολις θηλυκό
- (ελληνιστική κοινή) παράλια πόλη, πρωτεύουσα της Ρωμανίας ή άλλως Βυζαντινής Αυτοκρατορίας
Πηγές
- Κωνσταντινούπολις - ΛΟΓΕΙΟΝ (αγγλικά, από το 2011) Λεξικά για την αρχαία ελληνική και λατινική γλώσσα (στα αγγλικά, γαλλικά, ισπανικά, κ.λπ.) Πανεπιστήμιο του Σικάγου.
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.