Κωνσταντινούπολις

Αρχαία ελληνικά (grc)

ελληνιστική κοινή (αρχαία κλίση)
δε μαρτυρείται δυϊκός αριθμός
 πτώσεις       ενικός      
ονομαστική Κωνσταντινούπολῐς
      γενική τῆς Κωνσταντινουπόλεως
      δοτική τῇ Κωνσταντινουπόλει
    αιτιατική τὴν Κωνσταντινούπολῐν
     κλητική ! Κωνσταντινούπολῐ
3η κλίση, Κατηγορία 'δύναμις' όπως «δύναμις» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία

Κωνσταντινούπολις < (ελληνιστική κοινή) Κωνσταντῖνος στη γενική Κωνσταντίνου + -πολις

Κύριο όνομα

Κωνσταντινούπολις θηλυκό

Συνώνυμα

Πηγές

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.