κλέφτικο

Νέα ελληνικά (el)

 πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική το κλέφτικο τα κλέφτικα
      γενική του κλέφτικου των κλέφτικων
    αιτιατική το κλέφτικο τα κλέφτικα
     κλητική κλέφτικο κλέφτικα
Κατηγορία όπως «σίδερο» - Παράρτημα:Ουσιαστικά
Μια μερίδα κλέφτικο με φέτα.

Ετυμολογία

κλέφτικο < ουσιαστικοποιημένο ουδέτερο του επιθέτου κλέφτικος

Ουσιαστικό

κλέφτικο ουδέτερο

  1. (μουσική) δημοτικό τραγούδι που αναφέρεται στους κλέφτες ή / και τους αρματολούς
  2. (φαγητά, στον ενικό) είδος φαγητού με ψητό κρέας

Κλιτικός τύπος επιθέτου

κλέφτικο

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.