Ἑκάτη
Αρχαία ελληνικά (grc)
| ↓ πτώσεις | ενικός | |||
|---|---|---|---|---|
| Ἑκᾰτα- | ||||
| ονομαστική | ἡ | Ἑκάτη | ||
| γενική | τῆς | Ἑκάτης | ||
| δοτική | τῇ | Ἑκάτῃ | ||
| αιτιατική | τὴν | Ἑκάτην | ||
| κλητική ὦ! | Ἑκάτη | |||
| Το φωνήεν της παραλήγουσας είναι βραχύ. | ||||
| 1η κλίση, ομάδα 'γνώμη', Κατηγορία 'δίκη' όπως «βελόνη» - Παράρτημα:Ουσιαστικά | ||||
Ετυμολογία
- Ἑκάτη < από γλώσσα της Ανατολίας → λείπει η ετυμολογία
Κύριο όνομα
Ἑκάτη θηλυκό
- γυναικείο όνομα
- (ελληνική μυθολογία, θεωνύμιο) η Εκάτη, θεά της μαγείας, του φαντασμάτων και της νεκρομαντείας
- ※ 3ος αιώνας πκε ⌘ Ἀπολλώνιος ὁ Ῥόδιος, Ἀργοναυτικά
- «Κούρη τις μεγάροισιν ἐνιτρέφετ᾽ Αἰήταο, τὴν Ἑκάτη περίαλλα θεὰ δάε τεχνήσασθαι φάρμαχ᾽, ὅσ᾽ ἤπειρός τε φύει καὶ νήχυτον ὕδωρ, τοῖσι καὶ ἀκαμάτοιο πυρὸς μειλίσσετ᾽ ἀυτμή, καὶ ποταμοὺς ἵστησιν ἄφαρ κελαδεινὰ ῥέοντας, ἄστρα τε καὶ μήνης ἱερῆς ἐπέδησε κελεύθους.»
- → λείπει η μετάφραση
- «Κούρη τις μεγάροισιν ἐνιτρέφετ᾽ Αἰήταο, τὴν Ἑκάτη περίαλλα θεὰ δάε τεχνήσασθαι φάρμαχ᾽, ὅσ᾽ ἤπειρός τε φύει καὶ νήχυτον ὕδωρ, τοῖσι καὶ ἀκαμάτοιο πυρὸς μειλίσσετ᾽ ἀυτμή, καὶ ποταμοὺς ἵστησιν ἄφαρ κελαδεινὰ ῥέοντας, ἄστρα τε καὶ μήνης ἱερῆς ἐπέδησε κελεύθους.»
- ※ 3ος αιώνας πκε ⌘ Ἀπολλώνιος ὁ Ῥόδιος, Ἀργοναυτικά
Εκφράσεις
- Ἑκάτης δεῖπνον
Παράγωγα
- (Χρειάζεται επεξεργασία)
Πηγές
- Ἑκάτη - Επιτομή του Λεξικού Λίντελ-Σκοτ, Λεξικό της Αρχαίας Ελληνικής Γλώσσας (Επιτομή του Μεγάλου Λεξικού, εκδ. Πελεκάνος, 2007), Ψηφίδες στο Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας, 2012
- Ἑκάτη - ΛΟΓΕΙΟΝ (αγγλικά, από το 2011) Λεξικά για την αρχαία ελληνική και λατινική γλώσσα (στα αγγλικά, γαλλικά, ισπανικά, κ.λπ.) Πανεπιστήμιο του Σικάγου.
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.