Ἑκάτη

Αρχαία ελληνικά (grc)

 πτώσεις       ενικός      
Ἑκᾰτα-
ονομαστική Ἑκάτη
      γενική τῆς Ἑκάτης
      δοτική τῇ Ἑκάτ
    αιτιατική τὴν Ἑκάτην
     κλητική ! Ἑκάτη
Το φωνήεν της παραλήγουσας είναι βραχύ.
1η κλίση, ομάδα 'γνώμη', Κατηγορία 'δίκη' όπως «βελόνη» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία

Ἑκάτη < από γλώσσα της Ανατολίας λείπει η ετυμολογία

Κύριο όνομα

Ἑκάτη θηλυκό

  1. γυναικείο όνομα
  2. (ελληνική μυθολογία, θεωνύμιο) η Εκάτη, θεά της μαγείας, του φαντασμάτων και της νεκρομαντείας
      3ος αιώνας πκε Ἀπολλώνιος ὁ Ῥόδιος, Ἀργοναυτικά
    «Κούρη τις μεγάροισιν ἐνιτρέφετ᾽ Αἰήταο, τὴν Ἑκάτη περίαλλα θεὰ δάε τεχνήσασθαι φάρμαχ᾽, ὅσ᾽ ἤπειρός τε φύει καὶ νήχυτον ὕδωρ, τοῖσι καὶ ἀκαμάτοιο πυρὸς μειλίσσετ᾽ ἀυτμή, καὶ ποταμοὺς ἵστησιν ἄφαρ κελαδεινὰ ῥέοντας, ἄστρα τε καὶ μήνης ἱερῆς ἐπέδησε κελεύθους.»
    λείπει η μετάφραση

Εκφράσεις

  • Ἑκάτης δεῖπνον

Παράγωγα

  • (Χρειάζεται επεξεργασία)

Πηγές

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.