Κατερινιώ
Νέα ελληνικά (el)
| ↓ πτώσεις | ενικός | |||
|---|---|---|---|---|
| ονομαστική | η | Κατερινιώ | ||
| γενική | της | Κατερινιώς | ||
| αιτιατική | την | Κατερινιώ | ||
| κλητική | Κατερινιώ | |||
| Κατηγορία όπως «Ρηνιώ» - Παράρτημα:Ουσιαστικά | ||||
Ετυμολογία
- Κατερινιώ < Κατερίν(α) + -ιώ
Προφορά
- ΔΦΑ : /ka.te.ɾiˈɲo/
- τυπογραφικός συλλαβισμός : Κα‐τε‐ρι‐νιώ
- (το) Κατερινιό (ως ουδέτερο)
Μεταφράσεις
Κατερινιώ
|
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.