ἑκάτερος

Αρχαία ελληνικά (grc)

γένη  αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
 πτώσεις       ενικός      
ονομαστική      ἑκάτερος      ἑκατέρ      ἑκάτερον
      γενική ἑκατέρου ἑκατέρᾱς ἑκατέρου
      δοτική ἑκατέρ ἑκατέρ ἑκατέρ
    αιτιατική ἑκάτερον ἑκατέρᾱν ἑκάτερον
     κλητική !
 πτώσεις   πληθυντικός  
ονομαστική      ἑκάτεροι      ἑκάτεραι      ἑκάτερ
      γενική ἑκατέρων ἑκατέρων ἑκατέρων
      δοτική ἑκατέροις ἑκατέραις ἑκατέροις
    αιτιατική ἑκατέρους ἑκατέρᾱς ἑκάτερ
     κλητική !
    δυϊκός  
ονομ-αιτ-κλ      ἑκατέρω      ἑκατέρ      ἑκατέρω
      γεν-δοτ ἑκατέροιν ἑκατέραιν ἑκατέροιν
2η&1η κλίση, Κατηγορία 'λόγιος' - Παράρτημα#Αντωνυμίες

Ετυμολογία

ἑκάτερος < λείπει η ετυμολογία

Αντωνυμία

ἑκάτερος, -α, -ον

  • ἀμφότερος

Πηγές

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.