κατίνα

Νέα ελληνικά (el)

 πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική η κατίνα οι κατίνες
      γενική της κατίνας
    αιτιατική την κατίνα τις κατίνες
     κλητική κατίνα κατίνες
Η γενική πληθυντικού σε -ών δε συνηθίζεται.
Κατηγορία όπως «πείνα» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία

κατίνα < (μεταφραστικό δάνειο) γαλλική catin, Catin, χαϊδευτικό του Catherine[1][2] . Δείτε και Κατίνα

Κύριο όνομα

κατίνα θηλυκό

Συγγενικά

  • κατινιά
  • κατινισμός
  • κατινίστικα
  • κατινίστικος

Πηγές

Μεταφράσεις

Αναφορές

  1. κατίνα - Λεξικό της Κοινής Νεοελληνικής (1998) του Ιδρύματος Μανόλη Τριανταφυλλίδη (συντομογραφίες-σύμβολα). Η Πύλη για την ελληνική γλώσσα, Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας
  2. Μπαμπινιώτης, Γεώργιος (2010). Ετυμολογικό Λεξικό της Νέας Ελληνικής Γλώσσας (Β' ανατύπωση. 2009: A' έκδοση). Αθήνα: Κέντρο Λεξικολογίας.
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.