κατίνα
Νέα ελληνικά (el)
| ↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
|---|---|---|---|---|
| ονομαστική | η | κατίνα | οι | κατίνες |
| γενική | της | κατίνας | — | |
| αιτιατική | την | κατίνα | τις | κατίνες |
| κλητική | κατίνα | κατίνες | ||
| Η γενική πληθυντικού σε -ών δε συνηθίζεται. | ||||
| Κατηγορία όπως «πείνα» - Παράρτημα:Ουσιαστικά | ||||
Ετυμολογία
Κύριο όνομα
κατίνα θηλυκό
- (μειωτικό) χλευαστικός χαρακτηρισμός για κουτσομπόλα γυναίκα, ή με χαμηλό μορφωτικό επίπεδο
Συγγενικά
- κατινιά
- κατινισμός
- κατινίστικα
- κατινίστικος
Πηγές
- Νίκος Σαραντάκος, «Κατερίνα, χρόνια πολλά και πάλι!» (25 Νοεμβρίου 2016), στο ιστολόγιο sarantakos.wordpress.com· πρόσβαση: 2020-07-07.
Μεταφράσεις
κατίνα
|
|
Αναφορές
- κατίνα - Λεξικό της Κοινής Νεοελληνικής (1998) του Ιδρύματος Μανόλη Τριανταφυλλίδη (συντομογραφίες-σύμβολα). Η Πύλη για την ελληνική γλώσσα, Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας
- Μπαμπινιώτης, Γεώργιος (2010). Ετυμολογικό Λεξικό της Νέας Ελληνικής Γλώσσας (Β' ανατύπωση. 2009: A' έκδοση). Αθήνα: Κέντρο Λεξικολογίας.
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.