παρετυμολογώ
Νέα ελληνικά (el)
Ετυμολογία
- παρετυμολογώ < ελληνιστική κοινή παρετυμολογέω / παρετυμολογῶ
Ρήμα
παρετυμολογώ (παθητική φωνή: παρετυμολογούμαι)
- (γλωσσολογία) προτείνω κάποια λανθασμένη ετυμολογία για μια λέξη
Συγγενικά
- → δείτε τη λέξη παρετυμολογία
Κλίση
Ενεργητική φωνή
| Εξακολουθητικοί χρόνοι | ||||||
|---|---|---|---|---|---|---|
| πρόσωπα | Ενεστώτας | Παρατατικός | Εξ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | Μετοχή |
| α' ενικ. | παρετυμολογώ | παρετυμολογούσα | θα παρετυμολογώ | να παρετυμολογώ | παρετυμολογώντας | |
| β' ενικ. | παρετυμολογείς | παρετυμολογούσες | θα παρετυμολογείς | να παρετυμολογείς | (παρετυμολόγει) | |
| γ' ενικ. | παρετυμολογεί | παρετυμολογούσε | θα παρετυμολογεί | να παρετυμολογεί | ||
| α' πληθ. | παρετυμολογούμε | παρετυμολογούσαμε | θα παρετυμολογούμε | να παρετυμολογούμε | ||
| β' πληθ. | παρετυμολογείτε | παρετυμολογούσατε | θα παρετυμολογείτε | να παρετυμολογείτε | παρετυμολογείτε | |
| γ' πληθ. | παρετυμολογούν(ε) | παρετυμολογούσαν(ε) | θα παρετυμολογούν(ε) | να παρετυμολογούν(ε) | ||
| Συνοπτικοί χρόνοι | ||||||
| πρόσωπα | Αόριστος | Συνοπτ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | Απαρέμφατο | |
| α' ενικ. | παρετυμολόγησα | θα παρετυμολογήσω | να παρετυμολογήσω | παρετυμολογήσει | ||
| β' ενικ. | παρετυμολόγησες | θα παρετυμολογήσεις | να παρετυμολογήσεις | παρετυμολόγησε | ||
| γ' ενικ. | παρετυμολόγησε | θα παρετυμολογήσει | να παρετυμολογήσει | |||
| α' πληθ. | παρετυμολογήσαμε | θα παρετυμολογήσουμε | να παρετυμολογήσουμε | |||
| β' πληθ. | παρετυμολογήσατε | θα παρετυμολογήσετε | να παρετυμολογήσετε | παρετυμολογήστε | ||
| γ' πληθ. | παρετυμολόγησαν παρετυμολογήσαν(ε) |
θα παρετυμολογήσουν(ε) | να παρετυμολογήσουν(ε) | |||
| Συντελεσμένοι χρόνοι | ||||||
| πρόσωπα | Παρακείμενος | Υπερσυντέλικος | Συντελ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | |
| α' ενικ. | έχω παρετυμολογήσει | είχα παρετυμολογήσει | θα έχω παρετυμολογήσει | να έχω παρετυμολογήσει | ||
| β' ενικ. | έχεις παρετυμολογήσει | είχες παρετυμολογήσει | θα έχεις παρετυμολογήσει | να έχεις παρετυμολογήσει | ||
| γ' ενικ. | έχει παρετυμολογήσει | είχε παρετυμολογήσει | θα έχει παρετυμολογήσει | να έχει παρετυμολογήσει | ||
| α' πληθ. | έχουμε παρετυμολογήσει | είχαμε παρετυμολογήσει | θα έχουμε παρετυμολογήσει | να έχουμε παρετυμολογήσει | ||
| β' πληθ. | έχετε παρετυμολογήσει | είχατε παρετυμολογήσει | θα έχετε παρετυμολογήσει | να έχετε παρετυμολογήσει | ||
| γ' πληθ. | έχουν παρετυμολογήσει | είχαν παρετυμολογήσει | θα έχουν παρετυμολογήσει | να έχουν παρετυμολογήσει |
| |
Μεταφράσεις
παρετυμολογώ
|
|
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.