ΕΕ

Νέα ελληνικά (el)

διευρύνσεις της Ευρωπαϊκής Ένωσης

Ετυμολογία

ΕΕ < από τα αρχικά λέξεων (δείτε στους ορισμούς)

Προφορά

ΔΦΑ : /eˈe/ ή ολόκληρος ο όρος

Συντομομορφή

Ε.Ε. θηλυκό άκλιτο αρκτικόλεξο ή συντομογραφία

  1. Ευρωπαϊκή Ένωση
    < Ευρωπαϊκή & Ένωση
  2. ετερόρρυθμη εταιρεία
    Ετερόρρυθμη & Εταιρεία
     δείτε και τη λέξη ΟΕ
Τα μέλη της Ευρωπαϊκής Ένωσης

Μεταφράσεις

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.