ετερόρρυθμη εταιρεία
Νέα ελληνικά (el)
Ετυμολογία
- ετερόρρυθμη εταιρεία < ετερόρρυθμη, θηλυκό του ετερόρυθμος & εταιρεία
Προφορά
- ΔΦΑ : /e.teˈɾo.ɾi.θmi e.teˈɾi.a/
Ουσιαστικό
ετερόρρυθμη εταιρεία θηλυκό
- (οικονομία) εταιρεία που κάποιοι εταίροι ευθύνονται περιορισμένα, δηλαδή μόνο μέχρι του ποσού της εισφοράς τους (ετερόρρυθμοι εταίροι), ενώ οι υπόλοιποι ευθύνονται απεριόριστα και αλληλέγγυα για τις εταιρικές υποχρεώσεις (ομόρρυθμοι εταίροι)
Αντώνυμα
- ομόρρυθμη εταιρεία
Συγγενικά
- → δείτε τις λέξεις ετερόρρυθμος και εταιρεία
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.