ετερόρρυθμη εταιρεία

Νέα ελληνικά (el)

Ετυμολογία

ετερόρρυθμη εταιρεία < ετερόρρυθμη, θηλυκό του ετερόρυθμος & εταιρεία

Προφορά

ΔΦΑ : /e.teˈɾo.ɾi.θmi e.teˈɾi.a/

Ουσιαστικό

ετερόρρυθμη εταιρεία θηλυκό

Αντώνυμα

  • ομόρρυθμη εταιρεία

Συγγενικά

Μεταφράσεις

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.